- ραδιολογία
- ηέρευνα των ιδιοτήτων και εφαρμογών του ραδίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ραδιολογία — η, Ν κλάδος τής φυσικής ο οποίος έχει ως αντικείμενο έρευνας τη μελέτη και τις εφαρμογές τού ραδίου και τών ραδιενεργών σωμάτων, η ακτινοβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiology (< λατ. radius «ακτίνα» + λογία*). Η λ.… … Dictionary of Greek
ραδιολογικός — ή, ό, Ν [ραδιολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιολογία. επίρρ... ραδιολογικώς και ραδιολογικά Ν με ραδιολογικό τρόπο … Dictionary of Greek
ραδιολόγος — ο, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στη ραδιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiologist < radiology (βλ. ραδιολογία)] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
πέτασμα — Στη φυσική ονομάζεται έτσι κάθε διάταξη η οποία εμποδίζει ή περιορίζει τις ηλεκτρικές ή μαγνητικές δράσεις και τις σωματιδιακές ή ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες να διαδοθούν προς ορισμένη κατεύθυνση του διαστήματος. Ανάλογα με τους σκοπούς για… … Dictionary of Greek
ραδιολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικευμένος στη ραδιολογία (βλ. λ) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)